Με τον τρόπο της Άννας Φρανκ

        Μαθητές του Β2 και του Β3 του σχολείου μας δοκίμασαν να ακολουθήσουν τον τρόπο της Άννας Φρανκ, της μοναχικής ηρωίδας που έχει συντροφεύσει με το Ημερολόγιό της τόσες εκατοντάδες χιλιάδες εφήβους τα τελευταία εξήντα χρόνια...



 Μόνο που σκεφτήκαμε να αλλάξουμε το σκηνικό της σοφίτας της και ο καθένας να εκφραστεί από κάποιο άλλο χώρο, όπου ο ίδιος ή η ίδια θα ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον και να ζητήσει τη συντροφιά του. Δείτε το αποτέλεσμα!


Γιάννα Παπανδρέου

Β2 



" Ημερολόγιο

…5η μέρα στο νησί, ώρα 7:30π.μ.
Το κρύο με κυριαρχεί. Πέμπτη μέρα και ακόμα τίποτα. Δεν αντέχω άλλο. Μόνο καρπούς από τα δέντρα, χουρμάδες, ρίζες, χόρτα και μπανάνες τρώω. ’’Πλούσιο γεύμα’’ για την περίπτωσή μου! Αχ και να ‘μουν στο σπίτι μου με τα άτομα που αγαπώ και με αγαπάνε και όχι με όλα τα έντομα. Πόσες αρρώστιες πρέπει να έχω πάθει;

Ώρα 10:05π.μ.
Μπανάνες και κάτι λίγους καρπούς έχει σήμερα το μενού! Εδώ μαζί με τα ζώα, φίλος τους έχω γίνει τώρα πια! Η εμφάνισή μου είναι φρικτή! Παπούτσια τρύπια, μπλούζα, παντελόνι, το ίδιο. Το μαλλί μου έχει γίνει σαν μπαμπουίνος.

Ώρα 12:15μ.μ.
Φοβάμαι μήπως τρελαθώ στο τέλος. Μόνος σε ένα έρημο νησί, στη μέση του Ατλαντικού ωκεανού. Κρύο πολύ! Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξω. Έχοντας μαζί μου ένα άλμπουμ , που είχα μέσα στη τσάντα μου, την οποία κουβαλούσα και την ώρα του ναυαγίου. Βλέπω φωτογραφίες με τους γονείς μου, από τότε, που ήμουν μικρός. Ωχ… να και οι αγαπημένες μου δύο αδερφούλες! Εύχομαι να ‘στε καλά ,ευτυχισμένοι και σας εύχομαι τα καλύτερα! ‘’Χριστέ μου, βοήθα με, κάνε το θαύμα σου και φέρε με πίσω στην οικογένειά μου και τους φίλους μου! Βοήθα με.’’!

Ώρα 2:45μ.μ.
Τίποτα και σήμερα προς το παρόν. Όλα τα έντομα με έχουν σακατέψει. Δεν μπορώ αλλ.. τι είναι αυτό;…

Ώρα 2:57μ.μ.
Σε ευχαριστώ Θεέ μου!! Δεν το πιστεύω! Ένα πλοίο περνούσε. Αμέσως πήρα δυο κλαδιά και ύστερα από πολύ κόπο, μέσα στον αέρα, άναψα φωτιά και δόξα το Θεό με είδαν! Θα σου ξαναγράψω πάνω στο πλοίο αργότερα γιατί φτάνουν με τις βάρκες!...

[…]"
Μάνος Καραγιάννης




" Πόλη Χωρίς Φώς" 
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Είναι επιτέλους πρωί. Μακάρι να μπορούσα να ξυπνήσω από τις ηλιαχτίδες του πρωινού ήλιου, από το δροσερό αεράκι, και από τους ήχους της φύσης. Όμως όχι, είμαστε παγιδευμένοι χιλιάδες χιλιόμετρα κάτω από τη γη και αυτό δεν είναι εφικτό τώρα πια.Τόσο καιρό έχω αποφύγει να μιλήσω για τη κατάσταση που είμαστε. Τώρα όμως δεν αντέχω. Πρέπει να το βγάλω από μέσα μου.
Από τότε που γεννήθηκα εδώ, σου έχω πει ένα σωρό πράγματα για τη ζωή μου. Μυστικά, εξομολογήσεις, υποσχέσεις. Αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να σου πω γιατί τα περνάω όλα αυτά.
Ζω στο Σέκριτβιλλ. Όπως ανέφερα και πριν, είμαστε χιλιάδες χιλιόμετρα κάτω από τη γη. Χτίστηκε μέσα σε κάτι σαν πηγάδι, κάτω από το έδαφος. Δεν είμαστε σίγουροι αν οι υπόλοιποι άνθρωποι ξέρουνε για αυτήν. Η μόνη διέξοδος από εδώ πέρα, είναι μια μικρή τρύπα ψηλά στη μέση του θολωτού ταβανιού που ποτέ μας δεν μπορούσαμε να φτάσουμε. Έχουμε μεγάλη έλλειψη φαγητού. Δέντρα και φύση δε μεγαλώνει εδώ για να μας δώσει τους καρπούς της. Ροδάκινα, μήλα, κομπόστες, φρέσκο γάλα και ψωμί, είναι σπάνια να τα βρεις. Ακόμα και δυσεύρετα.
Το Σέκριτβιλλ χτίστηκε πριν από πολλά χρόνια από τους Χτίστες. Κανείς δεν ξέρει πολλά για αυτούς. Δεν άφησαν κανένα στοιχείο πίσω τους εκτός από αυτή τη πόλη. Το μόνο άτομο που ξέρει περισσότερα για το παρελθόν και την ιστορία της, -ίσως και την έξοδο από αυτή τη τρύπα- είναι η γιαγιά μου. Πριν από λίγο καιρό μου έδειξε ένα κουτί που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου. Ήτανε πολύ ιδιαίτερο. Σκαλιστό, με χρωματιστές λεπτομέρειες, και πάνω του έδειχνε ένα μπλε τοπίο, γεμάτο με αστραφτερά λαμπάκια. Η γιαγιά μου λέει ότι το λένε Ουρανό. Μέσα σε εκείνο το κουτί υπήρχε ένας Χάρτης. Προφανώς απεικόνιζε ένα μηχανισμό, κάπου κρυμμένο στη πόλη. Ένα μηχανισμό για την έξοδο. Ώμος του έλειπαν συγκεκριμένα κομμάτια. Δεν είμαι σίγουρη που θα τα βρω ακόμα, αλλά ξέρω ότι έχω τη δυνατότητα. Ότι μπορώ να τα βρω.
Έχω βάλει ένα στόχο από ‘δω και πέρα. Να βγω από εδώ μέσα. Από αυτή τη πόλη με ένα τσιγκούνη και εγωιστή δήμαρχο, με τους καημένους ανθρώπους που νομίζουν ότι εκείνος θα τους σώσει, αλλά το μόνο που κάνει είναι να τρώει τις τελευταίες προμήθειες. Ό, τι μας έχει απομείνει. Είτε είναι φαγητό, χρήματα, είτε ελπίδες.

Θα βρω τον τρόπο και θα βγω, στο υπόσχομαι. Μία μέρα, θα δω το φως τη γης. Και θα ξυπνήσω με αυτό.
Νοέλ Κόλλια





" Αγαπητό Ημερολόγιο,

      Προχθές επισκέφτηκα το εμπορικό κέντρο της περιοχής μου για να αγοράσω ένα δώρο στο φίλο μου που είχε γενέθλια. Ξεκινώντας από το Ισόγειο μπήκα στο ασανσέρ μαζί με ένα κύριο και πάτησα το κουμπί του τελευταίου ορόφου γιατί εκεί ήταν το κατάστημα που με ενδιέφερε. Το ασανσέρ ξεκίνησε απότομα και ακούσαμε ένα περίεργο θόρυβο.
     Ο κύριος απέναντί μου με κοίταξε τρομοκρατημένος και με ρώτησε σε ποιο όροφο πήγαινα. Διαπιστώσαμε ότι εκείνος κατέβαινε στον παρακάτω όροφο. Όμως εκεί που συζητούσαμε το ασανσέρ σταμάτησε απότομα και έσβησε το φως. Εγώ πανικοβλήθηκα και έντρομος έψαχνα να βρω το κινητό μου για να φωτίσω το χώρο και να ειδοποιήσω τη μητέρα μου που ήταν στον πρώτο όροφο. Ο κύριος είχε κλειστοφοβία και άρχιζε να φωνάζει ότι δεν μπορεί να ανασάνει και ότι η όλη κατάσταση του δημιουργούσε δυσφορία. Τον καθησύχασα λέγοντας του ότι θα έπαιρνα τηλέφωνο τη μητέρα μου για να φέρει βοήθεια.
    Πραγματικά η μητέρα μου ειδοποίησε την ασφάλεια του κτιρίου και σε λίγα λεπτά το ρεύμα επανήλθε. Ο Τεχνικός μέσα από το εσωτερικό τηλέφωνο μας έδωσε οδηγίες και χάρη στη ψυχραιμία μου κατόρθωσα να θέσω σε λειτουργία ξανά το ασανσέρ. Ο κύριος χλωμιασμένος και έντρομος, ηρέμησε, με ευχαρίστησε και μου είπε ότι είμαι πολύ ψύχραιμος.
     Όπως καταλαβαίνεις αγαπητό μου ημερολόγιο φάνηκα αρκετά ψύχραιμος ωστόσο πρέπει να σου πω ότι φοβήθηκα αρκετά. Από την άλλη όμως χάρηκα πάρα πολύ που φάνηκα χρήσιμος και βοήθησα κάποιον μεγαλύτερο μου να ανταπεξέλθει από μια δύσκολη κατάσταση."


Βασίλης Λάμπος





"  Αγαπητέ Νίκο,
   Ένα καλοκαιρινό απόγευμα με θαυμάσιο καιρό ταξίδευα  προς τη Χαβάη .  Ξαφνικά, καθώς το πλοίο γεμάτο με χιλιάδες επιβάτες  έφτανε στην καρδιά του Ειρηνικού  Ωκεανού,   ένας πελώριος βράχος μας χτύπησε .Το πλοίο βούλιαξε μα ευτυχώς επέζησα από αυτή την τρικυμία .
      Το νερό με είχε παρασύρει σε ένα έρημο νησί και εγκλωβισμένος και μακριά από τον πολιτισμό άρχισα να χάνω τις ελπίδες μου. Εκεί που είχα παραισθήσεις μια  βαλίτσα βγήκε στην ακτή. Την άνοιξα και είχε μέσα ότι ακριβώς χρειαζόμουνα  πολύ νερό , φαγητό , ένα αντίσκηνο , μια κουβέρτα και ένα μαξιλάρι ήταν το περιεχόμενο της βαλίτσας.
     Από το πουθενά ένας σκύλος ήρθε  στο μέρος που ζούσα. Τον είδα και θυμήθηκα τον δικό μου σκύλο που τον είχα αφήσει στο σπίτι
Την άλλη μέρα  ο καταγάλανος ουρανός φώτιζε τις καρδιές μας και μου έδινε ελπίδες να συνεχίσω τον αγώνα μαζί με τον σκύλο για ένα καλύτερο αύριο . Ο σκύλος  έκανε συνέχεια βόλτες και ήθελε να παίξω μαζί του .        Μετά από ένα  μήνα ένα άλλο πλοίο πέρασε από το νησί . Αμέσως του έκανα σήμα να σταματήσει ,μας πλησίασε και επιβιβαστήκαμε .
Τελικά έκανα το  ταξίδι που  ήθελα και εγώ με το σκύλο γίναμε φίλοι και τον πήρα μαζί μου . Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό το νησί
         
   Με αγάπη ,
   Αιμίλιος "
Αιμίλιος Κουρκούλης





Κυριακή 04 Ιανουαρίου 2015
"Αγαπητό ημερολόγιο,
      Η ώρα είναι 6:00 το απόγευμα και είμαι αποκλεισμένη στο πάνω κατάστρωμα του πλοίου μαζί με άλλους 20 ανθρώπους και προσπαθούμε να προστατευτούμε από την φωτιά, αλλά συγχρόνως, και από την βροχή και το νερό της θάλασσας. Μα πως έφτασε εδώ;                                              
      Λοιπόν, ήμουν στην καμπίνα και ενώ κοιμόμουν, κατά τις 4:00 πμ, με ξύπνησε η μυρωδιά του καπνού και προσπαθούσα να καταλάβω από πού ερχόταν , ξύπνησα την μαμά και τον μπαμπά και τρέξαμε να βγούμε στο πάνω κατάστρωμα. Όταν φτάσαμε, άνθρωποι τρέχοντας, προς όλες τις κατευθύνσεις, φώναζαν «ΦΩΤΙΑ! ΦΩΤΙΑ!», ενώ άλλοι είχαν πανικοβληθεί τόσο πολύ που έπεφταν στο νερό για να σωθούν, καθώς άλλοι προσπαθούσαν να βρουν μια σωσίβια λέμβο να μπουν ή έστω ένα σωσίβιο να φορέσουν. Η μαμά με έπιασε από το χέρι και προσπαθήσαμε να βρούμε μια βάρκα, αλλά η προσπάθεια μας ήταν μάταια.
      Η φωτιά, με την ώρα, όλο και πλησίαζε και πολλοί επιβάτες έψαχναν να βρουν τους δικούς τους, τους συγγενείς τους να τους ειδοποιήσουν. Καθώς περνούσε η ώρα, ο πανικός συνεχιζόταν και όλοι προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να σωθούν. Σιγά-σιγά όλοι μαζεύτηκαν προς ο κέντρο του πάνω καταστρώματος οπού ήμασταν ασφαλείς. Μετά από λίγο, ήρθαν ελικόπτερα τα όποια μέχρι και αυτήν την ώρα παίρνουν 2-2 τους επιβάτες και τους μεταφέρουν σε άλλα πλοία για να διασωθούν.
      Έτσι έφτασα και εγώ εδώ, να περιμένω στην σειρά προσπαθώντας να επιβιβαστώ σε ένα από τα ελικόπτερα. Η μαμά και ο μπαμπάς είναι πιο πίσω, καθώς είχαν πάει να βρουν την θεία Μαίρη να την ειδοποιήσουν. Ελπίζω να είναι καλά.
      Όλη αυτήν την ώρα, βλέπω ανθρώπους απελπισμένους να σωθούν, που τρέχουν, σπρώχνονται – μόνο λίγοι δίνουν την σειρά τους σε παιδιά και ηλικιωμένους- οι περισσότεροι απλά θέλουν να σώσουν τον εαυτό τους. Μερικοί πεινάνε-δεν έχουμε ούτε νερό. Υπάρχουν άνθρωποι ξαπλωμένοι σε κάθε γωνιά του καταστρώματος , κουλουριασμένοι κάτω από μια κουβέρτα. Υπάρχουν παιδιά χαμένα στην αγκαλιά των μανάδων τους. Υπάρχουν άνθρωποι που απεγνωσμένα αναζητούν τους αγαπημένους τους. Στα πρόσωπα όλων διακρίνεις τον φόβο και την αγωνία τους.
      Έτσι που έβλεπα αυτήν την θλιβερή εικόνα, σκεπτόμουν, πόση δυστυχία υπάρχει στον κόσμο καθημερινά και πώς μία κατάσταση μπορεί να αλλάξει τόσο δραματικά, να αλλάξει τόσο ριζικά, από την μια στιγμή στην άλλη, χωρίς κανένας να σε ρωτήσει αν μπορείς να αντέξεις κι άλλο ένα χτύπημα. Άραγε μπορούμε να ξέρουμε τι θα μα συμβεί; Μάλλον όχι… αλλά αν αντιδράσουμε σωστά θα ανταπεξέλθουμε. Η γιαγιά μου συνηθίζει να λέει ότι «Μετά από κάτι κακό θα γίνει κάτι καλό, όπως μετά την βροχή βγαίνει καθαρός ουρανός» και αυτό σκέπτομαι όλη την ώρα.
      Εδώ στο κατάστρωμα τα πράγματα χειροτερεύουν, το πάτωμα ‘έχει πιάσει φωτιά’ αλλά ο αέρας είναι κρύος, βρέχει ακατάπαυστα και τα κύματα ‘χτυπάνε’ το πλοίο ασταμάτητα. Το χειρότερο είναι ότι δεν έχω κανέναν να μοιραστώ τις σκέψεις μου, κανέναν να πω τις επιθυμίες μου, εκτός από το ημερολόγιο μου, γιατί μπορεί να μην τα καταφέρω, μπορεί να μην μπορέσω να κάνω όσα ήθελα, αλλά αυτό που δεν θέλω με τίποτα είναι να αφήσω την τελευταία μου πνοή με την εικόνα ενός φλεγόμενου πλοίου  στα μάτια μου."       

Κατερίνα Κουφάκη





" 8 Αυγούστου 2041
Αγαπητέ Edward,
            Βρίσκομαι στη φυλακή του FBI, όπως θα γνωρίζεις. Υπολογίζω ότι η φυλακή είναι κάπου έξω της Washington D.C. Όπως μπορείς κι εσύ να καταλάβεις, ο χρόνος που έχω εδώ για να βυθίζομαι στις σκέψεις μου είναι απεριόριστος.
            Θυμάμαι λοιπόν, την ημέρα όπου συνέβησαν όλα, τόσο γρήγορα… Ήμουν στο Αρχηγικό Αερόπλοιο της Ευρωπαϊκής Συμμαχίας. Κατευθυνόμασταν προς την Washington για να ρίξουμε την Κυβέρνηση των Η.Π.Α. και να πάρουμε στην Ευρώπη την κυριαρχία του πλανήτη. Μαζί μου βρίσκονταν άλλοι τρεις αρχιστράτηγοι των ‘πρώτων’ κρατών της Ευρώπης. Ήταν ένας Γάλλος, ένας Γερμανός, ένας Ρώσος κι εγώ. Ο καθένας εκπροσωπούσε την χώρα του, εκτός από εμένα, που εκπροσωπούσα το Ηνωμένο Βασίλειο. Η μάχη ήταν σκληρή και σύμφωνα με υπολογισμούς του FBI, το πλήγμα που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ ήταν περίπου το 50% του στρατού τους. Παρ’ όλα αυτά, το αερόπλοιο μας χτυπήθηκε και μας συνέλαβαν πράκτορες του FBI.
            Σε μερικές εβδομάδες κλίνω άλλον ένα χρόνο στη φυλακή. Η κάθε μου μέρα εδώ μέσα, μοιάζει με ολόκληρο έτος! Νιώθω σαν αιώνες να πέρασαν ως σήμερα… Το μόνο που έχω πλέον ως συνήθεια είναι να υπαγορεύω στο τίποτα, το τι προβλήματα δημιούργησε, δημιουργεί και θα δημιουργεί η ύπαρξη των ΗΠΑ.
            Σε λίγα λεπτά, ξημερώνει 8 Αυγούστου 2041, εγώ εδώ, κλίνω τα 40 χρόνια ζωής μου στη φυλακή, με έναν πόλεμο που δεν γνωρίζω τις εξελίξεις του. Αλλά ένα πράγμα γνωρίζω: δεν θα σταματήσει για αιώνες."

Θάνος Κουτσοστάθης



Β3





Αγαπητέ παππού,
              Πως είσαι; Σου γράφω για να σου πω τα προβλήματα μου σχετικά με την ζωή μου και ιδιαίτερα με τις σχέσεις μου με την οικογένεια μου. Από τότε που έφυγες όλα είναι τόσο δύσκολα .
            Οι γονείς μου δεν με καταλαβαίνουν καθόλου και δεν νιώθουν την ζωή μου ως εφήβου.Δεν αντιλαμβάνονται ότι όλα γύρω μου φαίνονται διαφορετικά. Ακόμα και στις αποφάσεις που παίρνω, ένα κριτήριο είναι η αντίδραση των γονιών μου. Νιώθω ότι με αδικούν αλλά δεν μπορώ να το πω γιατί, όπως είπα, δεν θα με καταλάβουν και θα με μαλώσουν. Μου αναθέτουν όλα τα οικιακά (που είναι ατελείωτα), δεν με αφήνουν να συναντιέμαι με τους φίλους μου έστω και μια φορά τον μήνα και πάντα επιβραβεύουν τον αδερφό μου για κάθε κίνησή του. Οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν αντί να με βοηθάνε και αυτό δεν μου τονώνει το ηθικό. Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε έναν κόσμο όπου όλοι είναι εναντίον μου και εγώ είμαι αναγκασμένος να υποκύπτω. Προσπαθώ να ξεχαστώ αλλά καμία ελπίδα. Ξεφεύγω γράφοντας ημερολόγιο, ζωγραφίζοντας, αλλά τίποτα... Κοιτάω από ένα άνοιγμα που έχει η παράγκα μας τον κόσμο και ευελπιστώ  οι άλλες οικογένειες να μην έχουν την ίδια τύχη με εμένα. Ελπίζω να υπάρχει κάπου εκεί έξω ένα μέρος όπου όλοι είναι χαρούμενοι. Ξέρω ότι κάποτε τελειώνουν τα βάσανα μου, αλλά πότε; Το ένα κακό έρχεται μετά το άλλο .Μια η απώλειά σου, μια η συμπεριφορά των γονιών μου και, το πιο σημαντικό, ο πόλεμος. Αισθάνομαι ότι είμαι φυλακισμένος για τριακόσια χρόνια φυλακή. Γνωρίζω ότι δεν θα κρατήσει για πάντα και αυτό μου δίνει κάποιες ελπίδες αλλά, από την άλλη, γνωρίζω ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει τριακόσια χρόνια.
            Σε παρακαλώ παππού βοήθησέ με! Είσαι ο μόνος που μου έχει μείνει και μπορώ να σου εκμυστηρεύομαι τα πάντα και, πιστεύω,να με ακούς...
Με αγάπη,
ο αγαπημένος σου εγγονός.
Καράμ Κων/νος



Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2082
Αγαπητέ Μάρβελ,
    Γλιτώσαμε! Γλιτώσαμε από την φοβερή καταστροφή που δημιουργήσαμε οι ίδιοι οι άνθρωποι στον πλανήτη μας. Με το πέρασμα των χρόνων, οι μολύνσεις που καταφέραμε να προκαλέσουμε από το καυσαέριο, ακόμα και από τα σπρέι, κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του όζοντος και οι ακτίνες του ήλιου επιτέθηκαν στην Γη.
     Ήταν φρικτό να βλέπεις συγγενείς, φίλους και γνωστούς να καίγονται ζωντανοί και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα για να τους βοηθήσεις.
     Από εμάς επέζησαν μόνο η μητέρα, η αδερφή μου η Ρόουζ, η θεία Μίριελ (η αδερφή του πατέρα) και εγώ. Ο πατέρας πέθανε βοηθώντας γυναικόπαιδα και ανθρώπους μεγάλης ηλικίας να σωθούν από βέβαιο θάνατο. Η δεξιά πλευρά του προσώπου του πατέρα ήταν καμένη, το αριστερό του χέρι είχε χαθεί, στην προσπάθεια να σώσει ένα μωρό μόλις δύο μηνών μέσα από ένα ξύλινο σπίτι που είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Το δέρμα του ήταν γεμάτο ουλές και τεράστιους μώλωπες. Ήταν ετοιμοθάνατος, ανυπεράσπιστος, χωρίς ελπίδες...
     Οι περισσότεροι άνθρωποι, από αυτούς που έδιναν μάχη να σωθούν, ανέβαιναν σε μισοκαμένες βάρκες και τις πήγαιναν κατευθείαν στο μικρό λιμανάκι της περιοχής. Καθώς σπρώχναμε την βάρκα μας στο νερό, πλησιάζοντας στην σωτηρία μας, έπεσε ένας γιγάντιος πάσσαλος από μια τεράστια βελανιδιά που καιγόταν, καταπάνω μας. Ο πατέρας άπλωσε το αδύναμο και μοναδικό του χέρι, μας αγκάλιασε για τελευταία φορά και μας έσπρωξε με όλη την δύναμη που του επέτρεπε το μισοκαμένο χέρι του.
     Ήταν όμως πολύ αργά. Ο πάσσαλος είχε πέσει πάνω στον πατέρα, αφήνοντάς τον... νεκρό...!
     Πέρασαν εβδομάδες, μήνες, ακόμα και χρόνια μέχι να κοπάσουν οι φλόγες και οι μεγάλες πυρκαγιές να σβήσουν. Ολόκληρη η Γη θάφτηκε από ζεστή άμμο και καμένη σάρκα ανήμπορων ανθρώπων.
     Ύστερα από την τρομερή αυτή καταστροφή, οι λιγοστοί άνθρωποι που κατάφεραν να επιζήσουν, αναζητούσαν επειγόντως καταφύγιο. Οι περισσότεροι από αυτούς κρύφτηκαν υπόγεια, για να μην τους ενοχλεί η βρόμικη ατμόσφαιρα και ο αποπνικτικός καπνός από τη φωτιά.
     Πέρασαν χρόνια μέχρι οι άνθρωποι να ξαναρχίσουν να φτιάχνουν την ζωή τους, όμως αυτό ήταν αδύνατον. Όλος ο χρυσός, τα τρόφιμα, τα φυτά, τα ζώα και το καθαρό νερό είχαν γίνει ένας μεγάλος σωρός στάχτης και άμμου. Πολλοί άνθρωποι εξασθενούσαν και πέθαιναν από την έλλειψη τροφής και νερού, ενώ όποιος έβρισκε έστω και ψίχουλο ή σταγόνα νερού γινόταν ολόκληρος πόλεμος για να το κατακτήσουν.
     Αυτή τη στιγμή είναι νωρίς το απόγευμα. Το στομάχι μου πάλλεται. Έχω να βάλλω τροφή στο στόμα μου από χτες το βράδυ, οπότε γεύτηκα ένα ωμό ψάρι. Ως μεγάλη αδερφή και δεύτερη νοικοκυρά της οικογένειας είμαι εγώ αυτή που κάνω τις περισσότερες δουλειές. Να βρω τροφή, νερό και αν είμαι τυχερή κανένα ζεστό ύφασμα ή διάφορα ρούχα που έχουν μείνει από την καταστροφή. Πράγμα δύσκολο.
     Γυρνώντας στο μέρος στο οποίο κατοικώ εγώ και η υπόλοιπη οικογένειά μου (όσοι έχουν απομείνει), κρατώ στην αριστερή μου χούφτα σπόρια από μισοκαμένα κουκουνάρια και στο δεξί μου χέρι σφίγγω την τσακισμένη, γεμάτη στάχτες, σχεδόν καμένη φωτογραφία του πατέρα. Το γλυκό πρόσωπό του αχνοφαίνεται μέσα από την άμμο και τις στάχτες. Ένα ζεστό και οικείο χαμόγελο έχει ζωγραφιστεί στα σαρκώδη χείλη του. Φοράει το σακάκι που φορούσε και στο γάμο με την μαμά. Μάλλον θα είναι η φωτογραφία πριν τον γάμο του. Την ξέθαψα από ένα σωρό καμένα ξύλα και γυαλιά που προφανώς θα ήταν απομεινάρια από το παλιό, μικρό, ξύλινο σπιτάκι μας.
     Αρχίζει και σκοτεινιάζει. Συνεχίζω να περπατάω με την σκέψη πως θα ήταν να είχαμε μια άλλη ζωή, χωρίς απώλειες αγαπημένων προσώπων, η τροφή και το νερό να έφταναν για όλους τους ανθρώπους και να είχαμε ζεστά ρούχα ..."Αυτό δε γίνεται, δε θα γίνει ποτέ ξανά!" μονολογώ και κουνάω απελπισμένη το κεφάλι μου για να διώξω αυτές τις απαισιόδοξες και σκοτεινές σκέψεις.
     Βλέπω μια λακούβα. Παίρνω φόρα και πηδάω μέσα. Έχει πολλή φασαρία τέτοια ώρα. Όλοι γυρίζουν από την δική τους διαδρομή για ψάξιμο τροφής. Μανάδες φωνάζουν στα παιδιά τους να μην απομακρύνονται γιατί θα χαθούν ενώ άλλοι προσπαθούν να γλεντήσουν τραγουδώντας ή λέγοντας ανέκδοτα.
     Η μητέρα δεν αντέχει αυτούς τους ανθρώπους που γλεντάνε. Λέει πως η κατάσταση χειροτερεύει, πεθαίνουν άνθρωποι... Αλλά εγώ δεν συμφωνώ. Πρέπει να γελάμε, μπορεί και να είναι το τελευταίο πράμα που θα κάνουμε στη ζωή μας.
     Περνάω από όλες τις κατοικίες φτιαγμένες από άμμο και φτάνω επιτέλους στην δική μου. Με το που με βλέπει η μητέρα αρχίζει και με κατσαδιάζει "Τι ώρα είναι αυτή που γύρισες;" με μαλώνει "Νομίζαμε ότι είχες πάθει κάτι κακό. Η θεία Μίριελ έχει χειροτερέψει."
     Είχα ξεχάσει εντελώς την θεία Μίριελ. Είναι άρρωστη εδώ και μέρες και το έγκαυμα που είχε πάθει πριν κάτι εβδομάδες από ένα ξύλο που έκαιγε και έπεσε πάνω στο μπράτσο της, χειροτερεύει μέρα με τη μέρα.
     Μα τι περιμένει η μητέρα να βρω για το έγκαυμα και την ανάρρωση της θείας; Ζεστή μανιταρόσουπα ή κουτάκι με αλόη; Το μόνο που υπάρχει έξω είναι σκέτη άμμος! Αλλά αντί για αυτό απλά απάντησα "Δεν βρήκα τίποτα για την θεία."
     Άφησα τα σπόρια από τα κουκουνάρια στο ξύλινο τραπέζι μας, που το βρήκαμε μισοκαμένο κι αυτό στο βάθος κάτι τεράστιων ξύλων. Έβγαλα και από την τσέπη μου την τσαλακωμένη φωτογραφία του πατέρα. Την κοίταξα με λατρεία και την ξαναέβαλα μέσα για να την δείξω άλλη φορά στη μητέρα, επειδή είναι τσαντισμένη αυτή την στιγμή γιατί είχα αργήσει.
     Ξαπλώνω κάτω στην κρύα άμμο και κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου για να ξεκουραστώ. Ξαφνικά η Ρόουζ έρχεται δίπλα μου και μου αφήνει κάτι στο χέρι μου. "Χρόνια πολλά." Μου ψιθυρίζει. Δεν καταλαβαίνω. Τι εννοεί με τη φράση "Χρόνια πολλά"; "Τι εννοείς;" την ρωτάω. "Είναι Χριστούγεννα! 25 Δεκεμβρίου. Το άκουσα να το λέει ο κύριος Άρθουρ από την ­διπλανή κατοικία που φοράει το ψηφιακό του ρολόι και ακόμη δουλεύει!" μου απαντάει και διακρίνω έναν παιχνιδιάρικο τόνο στην φωνή της. Της χαμογελάω και της ανταποδίδω το «Χρόνια πολλά». Ύστερα ένα δροσιστικό, κοριτσίστικο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα σκασμένα χείλη της. Έγειρε από την άλλη και αποκοιμήθηκε.
     Έχουν γίνει τόσα πολλά που έχω ξεχάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου. Πριν δώδεκα χρόνια όλες οι οικογένειες μαζεύονταν στα σπίτια τους και γιόρταζαν αυτή την ωραία και γιορτινή μέρα. Τα σχολεία έκλειναν, τα παιδιά ήταν χαρούμενα και έπαιζαν έξω στα χιονισμένα πάρκα που ακουγόντουσαν μόνο τα γέλια των ευτυχισμένων παιδιών και τα γιορτινά τραγούδια των χορωδιών. Παίρναμε δώρα ο ένας στον άλλον και μπουκωνόμασταν με την εξαίσια γαλοπούλα που έφτιαχνε ο μπαμπάς μαζί με την μαμά... γελούσαμε, περνάγαμε ωραία, είχαμε ο ένας τον άλλον...
     Δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου πως, πριν μερικά χρόνια ήμασταν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, ενώ αυτή τη στιγμή είμαστε εγκλωβισμένοι εκατόν ογδόντα άνθρωποι κάτω από την άμμο και ίσα ίσα που βρίσκουμε τροφή. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει την παλιά ζωή και το γλέντι.
     Με αυτές τις σκέψεις μέσα στο κεφάλι μου, ανοίγω το περιτύλιγμα που μου άφησε σαν χριστουγεννιάτικο δώρο η Ρόουζ και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κρατάω ανάμεσα στα δάχτυλά μου το μενταγιόν του πατέρα. Η χρυσή αλυσίδα μπλέχτηκε ανάμεσα στα δάχτυλά μου και το σμαραγδένιο οβάλ σχήμα που στολίζεται από υπέροχα πράσινα και κόκκινα ρουμπίνια μεγάλης αξίας, άνοιξε μόνο του και έπεσε μια μικροσκοπική φωτογραφία. Την μάζεψα και καθώς την περιεργαζόμουν κατάλαβα πως είναι μια οικογενειακή φωτογραφία με τα μέλη της οικογένειάς μου.
      Η μητέρα, κομψή και όμορφη στεκόταν στη δεξιά πλευρά. Τα χρυσόξανθα μαλλιά της έπεφταν με χάρη στον γυμνό της ώμο. Φορούσε ένα καλό μακρύ φόρεμα στο χρώμα του αίματος. Ο πατέρας, που στεκόταν στην αριστερή πλευρά, είχε το ίδιο ύφος με την φωτογραφία που ξέθαψα σήμερα. Το ίδιο απόμακρο αλλά κάπως φιλικό χαμόγελο δεν έφευγε ποτέ από τα σαρκώδη χείλη του. Φοράει ακριβό και καλό πουκάμισο με την γραβάτα σε χρώμα αίματος και αυτή, που του είχε πάρει η μητέρα την ημέρα των γενεθλίων του. Στον μακρύ λαιμό του διακρίνω το μενταγιόν γυαλιστερό σαν καινούργιο! Στην σφιχτή αγκαλιά της μητέρας ήταν κουκουλωμένη με χρωματιστές κουβερτούλες η Ρόουζ, μωρό, σχεδόν νεογέννητη. Ανάμεσα στους γονείς στεκόμουν εγώ σε πιο μικρή ηλικία, κοντά στα 8. Τα χρυσόξανθα μαλλιά μου, που έχω κληρονομήσει από την μητέρα, ήταν δεμένα σε έναν καλοχτενισμένο κότσο και το φόρεμά μου ήταν μακρύ σε μπλε χρώμα. Τέλος, στα αριστερά μου, στεκόσουν εσύ! Ψηλός, με πυρόξανθα μαλλιά και τα ίδια γκρίζα, γυαλιστερά σου μάτια,σαν του πατέρα, να κοιτάνε ζωηρά στην κάμερα. Όλα τα μέλη της οικογένειας χαμογελούσαν ζωηρά στον φακό της κάμερας. Η φωτογραφία είχε παλιώσει αρκετά. Είχε κιτρινίσει και ίσα ίσα που διέκρινε κάποιος τα χρώματα. Σε κάποια σημεία είχε σκιστεί και καεί.
     Το συγκεκριμένο μενταγιόν το θυμάμαι πολύ καλά. Το φορούσε ο πατέρας από τότε που γεννήθηκε η Ρόουζ. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αφού η Ρόουζ είναι τώρα 9 και εγώ 16 κι όμως δεν το είχε βγάλει στιγμή από τον λαιμό του. Λίγα δευτερόλεπτα πριν πεθάνει το είχε βγάλει και μας το έδωσε. Καθώς ψάχναμε για καταφύγιο όμως είχαμε έρθει αντιμέτωποι με μια μεγάλη πυρκαγιά που παραλίγο να μας κάψει ζωντανούς. Η Ρόουζ που κουβαλούσε το κόσμημα το είχε χάσει από τότε ... ή έτσι νόμιζα!
     Μα γιατί δεν μου είπε ότι το κουβαλούσε μαζί της τόσα χρόνια; Με αυτό θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλά πράματα. Όμως είναι το μενταγιόν του πατέρα. Θα ήθελε να το πουλήσουμε για να σώσουμε τις ζωές μας ή να το δώσουμε και εμείς στα παιδιά μας; Δεν ξέρω τι απόφαση να πάρω. Γιατί μου το έδωσε τώρα η Ρόουζ και όχι πιο παλιά; Θέλει να μου πει κάτι που δεν ξέρω;
     Πολλές είναι οι απορίες και αρχίζω να νυστάζω. Κοιτάζω για μια στιγμή ερωτηματικά την κοιμισμένη αδερφή μου και έτσι γυρνάω και εγώ πλευρά, κλείνω τα μάτια μου και με παίρνει κατευθείαν ο ύπνος.
     Καληνύχτα Μάρβελ, συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σε βγά­­λω από τις φλόγες. Μας λείπεις αδερφούλη!
Μαριλένα Λύκου




                                                     Κυριακή, 2 Ιανουαρίου 2015 
Αγαπητή Άννα ,
                
  Το καλοκαίρι 2014 δεν ήταν και από τα καλύτερα καλοκαίρια που πέρασα.
Στις 6 Αυγούστου 2014 πήγαινα με τους γονείς μου, σε ένα νησί της Αμερικής, όμως έγινε ένα μεγάλο τσουνάμι και εγώ βρέθηκα σε ένα ερημονήσι με άλλα δύο άγνωστα παιδιά.
Οι γονείς μου δεν ήξερα που ήταν, μάλλον είχαν χαθεί μέσα στο μεγάλο τσουνάμι.
Το ένα από τα δύο παιδιά ήρθε κοντά μου και με ρώτησε στην δική του γλώσσα κάτι που εγώ δεν καταλάβαινα και έτσι έφυγε και πήγε για συντροφιά στο άλλο παιδάκι. Εκεί όπου είχα βρεθεί φοβόμουν πάρα πολύ, ένιωθα πως ερχόταν το τέλος μου.
  Μόλις είχε βραδιάσει και σκεφτόμουν τους γονείς μου, δίπλα από την φωτιά που είχα ανάψει για να ζεσταθώ, ακούω μια δυνατή παιδική φωνή να φωνάζει ‘’βοήθεια’’, έτρεξα γρήγορα προς τον ήχο που είχα ακούσει για να δω τι συνέβη, δεν ήταν κανένας και έτσι όπως πήγα να γυρίσω πλευρά, βλέπω μια γυναίκα χτυπημένη.
Δεν ήξερα τι να κάνω, φώναζα πολύ δυνατά για να έρθουν να με βοηθήσουν , αλλά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε και έτσι προσπάθησα να την σηκώσω για να την πάω δίπλα στην λίμνη που υπήρχε για να την πλύνω, αλλά δεν συνήλθε οπότε δεν υπήρχε άλλη λύση παρά μόνο να την αφήσω.
  Όπως γυρνούσα στο μέρος που είχα ανάψει φωτιά για να κοιμηθώ, με έπιασε μια ζαλάδα και έπεσα κάτω και χτύπησα το κεφάλι μου σε ένα βράχο.
Το πρωί της δεύτερης μέρας ξύπνησα και ήμουν σε ένα παραμυθένιο σπιτάκι και δίπλα μου καθόταν ένα ξανθό αγόρι και με κοίταζε και τον ρώτησα: Εσύ με έσωσες από το χτύπημα στο βράχο; Και μου απάντησε: Ναι εγώ.
Μετά έφυγα από το σπιτάκι χωρίς να του πω τίποτα για να εξερευνήσω το νησί και τελικά δεν ήταν ένα ερημονήσι όπως νόμιζα. Είχε πολλά παραμυθένια σπιτάκια, έτσι πήγα στα σπιτάκια για να γνωρίσω νέους φίλους για όσο διάστημα θα έμενα στο νησί.
Εντελώς ξαφνικά είδα πάλι το ξανθό αγόρι και του είπα: Σ’ ευχαριστώ που μου έσωσες την ζωή, είναι κάτι που θα θυμάμαι για πάντα. Μου απάντησε: Να’ σαι καλά…
Αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα θέματα και το πώς βρέθηκα στο νησί, εκείνος μου μίλησε για το παρελθόν του, για τα υπέροχα παιδικά του χρόνια δίπλα στην όμορφη φύση που έζησε τόσο ανέμελα και φυσικά.
Έτσι λοιπόν γίναμε πολύ καλοί φίλοι, όσο απίθανο κι αν ακούγεται.
  Την άλλη μέρα γύρω στις έξι το πρωί πήγαμε μία βόλτα με την βάρκα του, ήταν υπέροχα… ώσπου ξαφνικά έπιασε μία μπόρα πολύ δυνατή, μου ζήτησε να ηρεμήσω και να μην χάσω την ψυχραιμία μου, διότι ήταν μία συνηθισμένη μπόρα που θα περνούσε σύντομα.
Μόλις σταμάτησε γυρίσαμε πίσω και φτιάξαμε μία ωραία φρουτοσαλάτα και φάγαμε, τον ρώτησα  μετά αν έχει οικογένεια και μου απάντησε ότι μόνο με έναν ξάδερφο ζούσε όλα αυτά τα χρόνια και ήταν τα πάντα γι αυτόν. Έπειτα πήγαμε να κοιμηθούμε γιατί ήταν βράδυ.
Όταν ξημέρωσε μου είπε ο φίλος μου πως είχε έρθει ένας κύριος με την γυναίκα του με ιδιωτικό αεροπλάνο που έψαχνε για ένα αγνοούμενο κορίτσι, τότε βγήκα έξω να δω ποιος ήταν όλο αγωνία… και ξάφνου βλέπω μπροστά μου τον θείο μου και την θεία μου, έτρεξα αμέσως στην αγκαλιά τους με δάκρυα στα μάτια και τους ρώτησα αν είναι καλά οι γονείς μου… ο θείος μου απάντησε πως είναι καλά  και πως θα συναντηθούμε στην Ελλάδα που γύρισαν πριν δύο μέρες.
Τα συναισθήματά μου ξαφνικά έγιναν ανάμιχτα, από την μία η προσμονή μου να συναντήσω τους γονείς μου και, από την άλλη, ο αποχωρισμός από τον φίλο μου, που μου είχε σώσει την ζωή…
   Έτσι λοιπόν είχε φτάσει η ώρα του αποχωρισμού, καθώς τον κοίταξα του είπα: Μα καλά περάσαμε τόσα μαζί και από την ταραχή μου δεν σε ρώτησα καν πως σε λένε, μου είπε: Με λένε Γιώργο, και έτσι αποχαιρετιστήκαμε και γύρισα στους αγαπημένους μου γονείς και στην χώρα μου.
                                                                                          
Δική σου,
Γιώτα.

Γιώτα Μαρκόνη 


 «Από Το Ημερολόγιο Του Νίκου»




Σελίδα  1η
Ιούνιος  24,  2008
Αγαπητό  μου  ημερολόγιο,
     Μόλις  πέρασε  ένας  χρόνος  από  τότε  που χαθήκαμε  μαζί  σε  αυτήν  την  ζούγκλα.
Πιστεύω  πως  περάσαμε  και  οι  δύο  καλά,  ειδικά  το  καλοκαίρι .Και,  όπως  ξέρεις,
μία  φορά  τον  χρόνο  γράφω  εδώ  πώς  πέρασα  όλο  το  έτος  μου , ώστε  να  έχω  να
διαβάζω  το  επόμενο  έτος  αυτά  που  πέρασα  τον  προηγούμενο  μου  χρόνο .Και 
όπως  γνωρίζεις  (άμα  είχες  άποψη) άντεξα  και  επιβίωσα  ένα  χρόνο  και  χωρίς  σχολείο.
     Λοιπόν , όλα  άρχισαν  όταν  ταξιδεύαμε  με  αεροπλάνο   με  την  οικογένειά  μου 
προς  την  Νέα  Υόρκη  και,  ξαφνικά,  ο  πιλότος  μας  είπε  πως  τελείωναν  τα  καύσιμα 
του  αεροπλάνου  και  αμέσως  όλοι  άρχισαν  να  πανικοβάλλονται,  αλλά  εγώ , εκείνη 
την  στιγμή , ένιωσα  πως  πρέπει  να  πάρω  την  κατάσταση  στα  χέρια  μου ,επειδή 
εγώ  με  κάτι  άλλα  παιδιά  ήμασταν  οι  μόνοι  στο  αεροπλάνο  που  ήμασταν  ήρεμοι.
     Στη  συνέχεια ,  εγώ  με  τα  άλλα  παιδιά  πήραμε  τα  αλεξίπτωτα  και  κάναμε  ελεύθερη
πτώση  και  είχε  πάρα  πολλή  πλάκα.Και  καθώς  πέφταμε,  και  πέφταμε  με  τις  ώρες, 
βλέπαμε  το  ωραιότερο  μέρος  της  Νότιας  Αμερικής……….. βλέπαμε  τις  απέραντες 
πεδιάδες  όσων  αγροτών  υπήρχαν  εκεί  πέρα.
     Ύστερα  από  αυτήν  την  αξέχαστη  εμπειρία , κάποιοι  από  τα  παιδιά  δεν  επιβίωσαν  
L.  Δηλαδή,  με  το  «κάποιοι»,  εννοούσα  όλοι  οι  άλλοι . Τέλος  πάντων , καθώς  δεν  είχα
με  κανέναν  να  μιλήσω  η  να  φάω  κάτι,  έπρεπε  να  ζήσω  ως επιζών  για  μάλλον  αρκετό
καιρό.
Αύγουστος  14, 2008
Εκείνη  την  ημέρα,   από  ό,τι  έμαθα  από  κάτι  μαϊμούδες , στις  15  Αυγούστου,  όλα  τα  ζώα      τρελαίνονται  και  όλα  μα  όλα  ψάχνουν  ανθρώπινη  σάρκα  ώστε  να  φάνε . 
                                                                                                 
Σελίδα  2η

Αύγουστος  15,  2008
Είχα μία  ώρα  για  να  βρω  ένα  καταφύγιο  αλλά,  πάλι  καλά,  βρήκα  μία  καλύβα  σε  ένα 
πολύ  απότομο  βουνό  που  μόνον  ένας  άνθρωπος  μπορούσε  να  ανέβει . Και  λοιπόν ,
καθώς  οι  μέρες  περνούσαν, εγώ  έχασα  το  μέτρημα  των  ημερών  και,  χωρίς  να  το 
καταλάβω,  είχε  έρθει  ο  χειμώνας.
Και  ενώ  εκείνη  η  τέλεια  καλύβα  μου  πρόσφερε  τα  πάντα , μία  μαϊμού  με  πάρα 
πολλές  δυσκολίες,  ανέβηκε  ως  εκεί  πάνω,  μου είπε  λαχανιασμένη  μόλις  με  βρήκε
«έλα  γρήγορα  κάτω  έφτασε  ο χειμώνας  και  είναι  επικίνδυνα  εδώ  τον  χειμώνα».
Τι να  κάνω  ο  φουκαράς , κατέβηκα  αμέσως.

Μόλις  κατέβηκα  κάτω  και  πάλι , όλοι  είχαν  φτιάξει  την  στέγη  τους  και  ύστερα από
αρκετή  ώρα  η  μαϊμού  με  βοήθησε  να  φτιάξω  τη δική μου υπό  έναν  όρο :  να  έμενε  μαζί  μου,
επειδή  κανένας  άλλος  δεν  ήθελε  να  μείνει  μαζί της.

Αφού  πέρασε  ο χειμώνας  ήρθε  η  Άνοιξη  οπότε προσπάθησα  να  στείλω  σήματα
μήπως  και  τα  δει  κανένα  αεροπλάνο  και  έρθουν  να  με  σώσουν. Αχ  μακάρι  να  ήξερα 
πού  ήταν  οι  δικοί  μου. Θα ήθελα  λίγη  συντροφιά. Και  αυτή  είναι  η  ιστορία  της 
χρονιάς  μου.

Ιούνιος  30,  2009
Αυτή την  φορά  έγραψα  πιο  νωρίς  γιατί  δεν  μπορώ  να  το  κρατήσω  μέχρι του χρόνου.
Επιτέλους  ήρθαν  να  με  σώσουν  και  θα  πάω  πίσω  στο σχολείο  και  στους  φίλους  μου.
Σε  ευχαριστώ,  θεέ  μου,  που  δεν  πέθανα  μέσα  σε  αυτήν  την  ζούγκλα.
Πάντως  θα  μου  λείψουν  οι  φίλοι  μου  που  έκανα  σε  αυτήν  την  ζούγκλα,  αλλά 
υπόσχομαι  στον  εαυτό  μου  πως  μια  μέρα  θα  έρθω  να  τους  επισκεφτώ  και  πάλι.
 Τέλος
Νίκος Ματαράγκας





Αγαπητό μου ημερολόγιο (…πρέπει να βρω ένα όνομα γι’ αυτό το βιβλίο. Το βρήκα! Τι θα λέγατε για το «Δημήτρης»; «Μήτσος»; «Μητσάρας» ακόμα καλύτερο).
Αγαπητέ Μητσάρα, λοιπόν…

Όπως γνωρίζεις τις τελευταίες έξι ημέρες από την ώρα που φύγαμε από το Λευκοχώρι η κακοκαιρία εντάθηκε ακόμα περισσότερο. Μάλιστα μέσα σε ελάχιστες ώρες η χιονόπτωση εξελίχθηκε σε επικίνδυνη χιονοθύελλα. Πολύ γρήγορα αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε την ανάβασή μας προς την κορυφή του Ολύμπου κα να αναζητήσουμε καταφύγιο γιατί ο Τζων, ο σπουδαίος «μετεωρολόγος» επέμενε  ότι γρήγορα ο καιρός θα βελτιωθεί και δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω.΄
Αλλά τόση ώρα που σου μιλάω δεν σου έχω μιλήσει για αυτά τα «λαμπρά παιδιά». Ο Μουράτ, πακιστανικής καταγωγής, δεκαοχτώ χρόνων, είναι η ψυχή της παρέας. Ο Τζων, αγγλικής καταγωγής, δεκαεπτά χρόνων, που καμαρώνει για την αριστοκρατική του καταγωγή. Ώρες ώρες φέρεται εγωιστικά και είναι υπερόπτης αλλά κατά τα άλλα είναι εντάξει άτομο. Έπειτα υπάρχει ο ο Στηβ, ελληνοαμερικανικής καταγωγής, είκοσι χρόνων, έμπειρος ορειβάτης, γεμάτος όρεξη για νέες περιπέτειες. Και τέλος η αφεντιά μου, δεν χρειάζεται σχόλια, δεν υπάρχουν σχόλια για να περιγράψω το τέλειο… Θα αναρωτιέσαι βέβαια (και εγώ επίσης) πώς βρέθηκα εδώ και τι σχέση έχω με αυτούς τους τύπους.
Ένα μήνα πριν έβαλα υποψηφιότητα για ένα διαγωνισμό ο οποίος μοίραζε διάφορα δώρα μεταξύ των οποίων και μια δεκαήμερη εκδρομή τεσσάρων, αγνώστων μεταξύ τους, ατόμων στον Όλυμπο. Έτσι βρέθηκα εδώ με μια παράξενη, αταίριαστη παρέα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Τις πρώτες δύο μέρες γνωρίστηκα καλύτερα μα τους υπόλοιπους και πήραμε μαθήματα ορειβασίας και επιβίωσης σε δύσκολες συνθήκες. Την Τρίτη μέρα ξεκινήσαμε αφού πήραμε τις απαραίτητες οδηγίες και εξοπλιστήκαμε κατάλληλα με εργαλεία και προμήθειες (αν και αφού με ξέρεις καλά, λογικό είναι να έφερα και δικές μου προμήθειες, όπως και οι άλλοι άλλωστε). Το βράδυ φτάσαμε κατάκοποι στο Λευκοχώρι, ξεκουραστήκαμε λίγο και γιορτάσαμε τη νέα χρονιά μαζί με τους κατοίκους του χωριού που σίγουρα θα τους μείνουμε αξέχαστοι ως το «η πρώτη φορά μας έρχεται το τσίρκο στο χωριό τα Χριστούγεννα», όπως είπε ένας άντρας στη γυναίκα του!  Μετά τη δεύτερη νύχτα διαμονής μας στο χωριό ξεκινήσαμε σχεδόν από τα χαράματα ακολουθώντας  πιστά το  πρόγραμμά μας. Αφού ξέσπασε η χιονοθύελλα, αρχίσαμε, όπως ήδη ανέφερα, να ψάχνουμε για κάποιο καταφύγιο. Ο χάρτης έδειχνε ένα καταφύγιο και ο Στηβ που, ως μεγαλύτερος, ήταν ο αρχηγός, μας οδήγησε προς τα εκεί. Την νύχτα κοιμηθήκαμε σε σκηνές των δύο ατόμων και εγώ κοιμήθηκα με τον Άγγλο το Τζων (ήταν όντως πολύ αριστοκρατικός σε όλα εκτός του ροχαλητού…). Κάποια στιγμή σηκωθήκαμε από κάποια παράξενη αίσθηση. Σηκώθηκα μα τότε μπήκε στη σκηνή μας ο Μουράτ φωνάζοντας « Χιονοστιβάδα, χιονοστιβάδα! Βγκείτε γκρήγκορα έξω να σωθείτε!». Κατάφερα να αρπάξω κανα δυο πράγματα και βγήκα έξω τρέχοντας ενώ πίσω μου οι σκηνές σκεπάζονταν από το χιόνι. Μετά από λίγη ώρα επιστρέψαμε στο σημείο όπου είχαμε στήσει τις σκηνές για να διασώσουμε ό, τι  μπορούσαμε. Ευτυχώς βρήκαμε πολλά πράγματα ανέπαφα μεταξύ αυτών και αρκετές προμήθειες. Ωστόσο οι περιπέτειές μας δεν τέλειωσαν εκεί περνώντας από μια κάπως πεδινή κορυφή με δέντρα μας επιτέθηκε μια αγέλη πεινασμένων λύκων. Σκαρφαλώσαμε πάνω στα δέντρα όπως τους υπέδειξα. Οι λύκοι όμως δεν έλεγαν να υποχωρήσουν και περίμεναν από  κάτω μας ρίχνοντάς μας άγριες ματιές και γρυλίζοντας και τότε ο Στηβ έκανε κάτι βάναυσο και σκληρό, σχεδόν απάνθρωπο! Άνοιξε το κιβώτιο που κουβαλούσε (που τύχαινε να είναι το ψυγειάκι με τις δικές μου προμήθειες) και άδειασε το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του κάτω! Εγώ, ανήμπορος να αντιδράσω, φώναξα απελπισμένος «Όχι! Όχι τις μπριζόλες! Γιατίιιι;» Ωστόσο, παρά τη σκληρότητά της αυτή η πράξη είχε αποτέλεσμα… Οι λύκοι άρπαξαν τις μπριζόλες και τα υπόλοιπα φαγητά και έφυγαν τρέχοντας. Εμείς τελικά, τσακισμένοι από την κούραση, φτάσαμε στο καταφύγιό μας που, όπως διαπιστώσαμε, ήταν εγκαταλελειμμένο εδώ και τουλάχιστον επτά χρόνια! Έτσι μείναμε αποκλεισμένοι εδώ σε όχι και τόσο καλές συνθήκες για τέσσερις μέρες. Τελικά, μόλις σήμερα το πρωί η χιονοθέλλα κόπασε και καταφέραμε να βρούμε σήμα στο κινητά μας και να ζητήσουμε βοήθεια. Το αστείο είναι ότι, έτσι κι αλλιώς, σήμερα θα τελείωνε η εκδρομή. Τέλος πάντων, όπου να’ ναι θα έρθουν οι διασώστες να μας πάρουν και χαίρομαι πολύ πρώτον, γιατί, αν και δέθηκα πολύ με τα παιδιά, έχω πλέον χορτάσει περιπέτεια και  δεύτερον, έχει πιαστεί το χέρι μου να γράφω. Ελπίζω να έρθουν γρήγορα αν και με την γκαντεμιά που με δέρνει…
Ο φίλος σου,
Ορέστης
Ορέστης Μήλας



Πέμπτη, 8 Ιανουαρίου 2015

Αγαπητέ Μιχάλη,
           Ο πατέρας μου είναι τρομερά εκνευρισμένος, το ίδιο και η μητέρα μου. Είναι εκνευρισμένοι επειδή ήρθαμε για διακοπές στο χωριό του πατέρα μου, αλλά αποκλειστήκαμε στην Εθνική οδό, λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό, στο Αγρίνιο.
            Όλα ξεκίνησαν την παραμονή των Χριστουγέννων . Ο καιρός δεν ήταν καλός και χιόνιζε. Το πρώτο πρόβλημα δεν άργησε να φανεί. Μετά από μια ώρα περίπου, η τροχαία σταματούσε όλα τα  αυτοκίνητα, ώστε να φορούν τις απαραίτητες λόγω του παγετού αντιολισθητικές αλυσίδες. Μετά από περίπου δυο ώρες ξεκινήσαμε πάλι το ταξίδι μας. Λίγο μετά το ύψος της Πάτρας, έγινε ένα τροχαίο ατύχημα. Οι καιρικές συνθήκες ήταν δυσοίωνες και ο δρόμος κλείστηκε λόγω του ατυχήματος.
           Τότε ρωτάω τον πατέρα μου, γιατί κάναμε αυτό το ταξίδι ενώ ξέραμε ότι ο καιρός δεν θα ήταν καλός. Εκείνος μου απάντησε ότι πρέπει να είμαστε στους συγγενείς μας την ώρα τον Χριστουγέννων. Εκείνη τη στιγμή, άνοιξε ο δρόμος. Όμως 20 χιλιόμετρα αργότερα στο Ρίο- Αντίρριο ο δρόμος έκλεισε λόγω του παγετού και η τροχαία μας είπε ότι ο δρόμος θα ανοίξει όταν καλυτερεύσει ο καιρός, το οποίο δεν προβλέπεται σύντομα.
             Τέλος πάντων εδώ και τρεις ώρες είμαστε εγκλωβισμένοι εδώ στον δρόμο και δεν ξέρω -όχι μόνο εγώ- αλλά και οι άλλοι οδηγοί τι θα γίνει. Περιμένουμε...
Γεράσιμος Μίχος




Αγαπητή Πόλυ
   Το ξέρω ότι έχω καιρό να σου γράψω, όμως το μόνο που σκέφτομαι από τότε που το αεροπλάνο μου συνετρίβη στα Ιμαλάια, είναι το πώς θα επιζήσω. Το ένστικτο επιβίωσης που είχα παλιά έχει εξαφανιστεί από καιρό και τα τρόφιμα που μια ομάδα κατοίκων ενός χωριού στην περιοχή μου φέρνει κατά καιρούς δεν είναι αρκετά
   Γνωρίζεις και από παλιότερα γράμματά μου ότι έχω χτυπήσει αρκετά το πόδι μου ώστε να μην μπορώ να κινηθώ ούτε μέχρι το χωριό που είναι σχετικά κοντά στη σπηλιά που ζω για το τελευταίο διάστημα. Είναι τεράστιο βάσανο να ξέρεις πως οποιαδήποτε πολυτέλεια χρειάζεσαι είναι δίπλα σου και δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις. Τα μάτια μου έχουν κουραστεί να βλέπουν μόνο άσπρο χιόνι και μερικά βράχια, δεν θ ’αντέξω για πολύ καιρό ακόμη. Άραγε αν ήσουν άραγε αληθινή θα ερχόσουν να με πάρεις απ’ αυτό το φοβερό μέρος;
   Είμαι σίγουρη πως ο χρόνος που μου μένει αν συνεχίσω έτσι είναι ελάχιστος και η μόνη μου ελπίδα είναι το σήμα κινδύνου που έστειλα πριν το αεροπλάνο συντριβή και δεν έχω ούτε ένα σημάδι ότι αυτό έφτασε στον παραλήπτη του, τον πύργο ελέγχου του Πεκίνου. Δηλαδή η μόνη μου ελπίδα είναι ένα σήμα κινδύνου που μπορεί να μην έφτασε ποτέ.
   Ελπίζω τα πράγματα σε αντίθεση μ’ εμένα να πάνε καλά για σένα. Αντίο και φιλιά.

Η φίλη σου,
 Μαρία

Μαρία Μπαρμπαρή



Ημερομηνία:17/06
Τοποθεσία: Έπαυλη Σεντ Ριτς (με άλλα λόγια, σπίτι μου)
Ώρα Ηνωμένου Βασιλείου: 7:13 μ.μ.

Πολυαγαπημένο μου κομμάτι χαρτί σε ημερολόγιο που μου έδωσε ο μπαμπάς,

      Ως συνήθως, είμαι πολύ εκνευρισμένη γιατί κανένας δεν ακούει αυτά που λέω. Ο μπαμπάς είπε πως... για μισό λεπτό. Αυτό είναι το Ημερολόγιο της Κάθριν Νο. 2 (το πρώτο κατέληξε στα σκουπίδια) οπότε θα χρειαστεί μια μικρή παρουσίαση της οικογένειας Σεντ Ριτς.
   Κατ’ αρχάς, αυτή που θα παρουσιάσω δεν είναι η κανονική μου οικογένεια. Είμαι το δεύτερο υιοθετημένο παιδί της οικογένειας. Έχω τρία ετεροθαλή αδέλφια (επίσης υιοθετημένα)
τους Κέβιν, Κόλλιν και Κέισι. Ο μπαμπάς μας αποκαλεί τα 4Κ, αλλά  έχω βαρεθεί αυτήν την ονομασία. Γιατί πρέπει να είμαι η Κάπα νούμερο 3 (ως τρίτη μεγαλύτερη) και όχι η Κάθριν Σκέτο; Το Κάπα νούμερο 4 είναι η μικρότερη αδελφή μου, η Κέισι ενώ ο Κέβιν και ο Κόλλιν τσακώνονται για τις θέσεις Κάπα 1 και Κάπα 2, αλλά δε θα μιλήσω για αυτό.
   Ο μπαμπάς είναι ή μάλλον ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να με καταλάβει. Αυτός και η μαμά με υιοθέτησαν όταν ήμουν τεσσάρων. Τότε ήμαστε μόνο εγώ, ο μπαμπάς και η μαμά (και ο Κέβιν). Μέχρι που η μαμά αρρώστησε βαριά και πέθανε, ο μπαμπάς παντρεύτηκε μια πλούσια στρίγκλα, υιοθέτησαν άλλα δύο παιδιά και τώρα ζούμε «ευτυχισμένοι» στην Έπαυλη Σεντ Ριτς.
      Το λάθος που δε θα συγχωρέσω από τον μπαμπά είναι το πώς μπόρεσε να ξεπεράσει τόσο εύκολα τον τραγικό θάνατο της μαμάς Νο. 1 και να παντρευτεί τη μαμά Νο. 2 μόνο και μόνο για να ζούμε μέσα στη χλιδή, αντί να παντρευτεί μια γυναίκα μόνο και μόνο από αληθινή αγάπη. Αν πιστεύω στην αληθινή αγάπη; Ναι, βέβαια. Κι ας είμαι 13.
      Δεν είναι πως δεν τον εκτιμάω πια, γιατί όπως και να έχει δε συγκρίνεται με αυτό που θα περιγράψω τώρα. (Δραματική μουσική) Τη Μαμά (Νο. 2). Η «μαμά» γνωστή ως Αλίς, Μπέθανι, Ελίζα, Αντζέλικα, Τζένιφερ Σεντ Ριτς είναι διάσημη ως μοντέλο, ηθοποιός, τραγουδίστρια, συγγραφέας αυτοβιογραφίας, στιχογράφος και γενικά τέλεια σε ό,τι κάνει. Η εξαίρεση είναι μία: Ο ρόλος της μαμάς. Γιατί εκτός από επιτυχημένη και όμορφη είναι τρομερά εγωίστρια, ψώνιο και κακιά. Το μόνο πράγμα που αγαπάει είναι ο εαυτός της. Για παράδειγμα, κάθε πρωί που πηγαίνει στην κουζίνα άμα είμαι εγώ εκεί της λέω «καλημέρα» ενώ εκείνη ουρλιάζει τρέχοντας: «Είναι ακόμη εδώ!». Οπότε προσπαθώ να μιλήσω με κάποιον άλλο.
     Δυστυχώς, τα αδέλφια μου είναι ακόμη χειρότερα. Ο Κέβιν και ο Κόλλιν με ενοχλούν όλη την ώρα όπως πριν από τρεις μέρες: Μάλωσα με τον Κέβιν και πριν αρχίσουμε να χτυπιόμαστε έφτυσε την τσίχλα που μασούσε σε μια από τις κοτσίδες μου (ξανά) και αναγκάστηκα να κόψω τα μισά μου μαλλιά με το ψαλίδι από την κασετίνα μου. Η μαμά αντέδρασε με τον ποιο «κατάλληλο» τρόπο: με έκλεισε στο δωμάτιό μου για να μη με δει κανείς και πεθάνει από τα γέλια λόγω της κακής κατάστασης των μαλλιών μου. Η Κέισι είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Είναι μόλις 8 χρονών και κάνει σαν μωρό. Ο μπαμπάς της πραγματοποιεί κάθε επιθυμία, όποια και αν είναι αυτή, ενώ σε εμένα λέει πως είμαι μεγάλη και πρέπει να γίνω πιο υπεύθυνη.
     Οι περισσότεροι, όχι εγώ, έχουν φίλους για να συζητούν. Εγώ από την άλλη έχω μια δασκάλα που μυρίζει σαν να ξέρασε κάποιος επάνω της, η οποία μου κάνει διδασκαλία κατ’ οίκον. Παρακαλούσα τη μαμά να με στείλει σε ένα σχολείο αλλά εκείνη επέμενε πως ακόμη και θετή της κόρη, μου έχει μεταδώσει τη φήμη της, την οποία πιστεύει πως δεν μπορώ να χειριστώ γιατί είναι για λίγους. Οπότε, οι πιθανότητες να βγω από το σπίτι είναι τόσες όσες είναι οι πιθανότητες να σταματήσει η μαμά να είναι κολλημένη με τον εαυτό της.
    Για μια στιγμή νόμιζα πως θα πεθάνω από τη μοναξιά μέχρι χθες. Ο μπαμπάς ανακοίνωσε πως θα πάμε ταξίδι! Όλοι ενθουσιαστήκαμε για μια στιγμή. Μετά μας αποκαλύφθηκε η τοποθεσία και ο λόγος του ταξιδιού. Θα πηγαίναμε στις Η.Π.Α. για να παρακολουθήσουμε τα γυρίσματα της καινούριας ταινίας «Δέκα και μία γυναίκες». Πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η μαμά. Αυτό που στην αρχή δεν κατάλαβα ήταν γιατί μας παίρνει μαζί της. Συνήθως όταν ταξιδεύει μας αφήνει μόνους να κάνουμε παρέα στους υπηρέτες της. Πριν προλάβω να ρωτήσω μας εξήγησε πως τελικά δεν είμαστε αρκετά υπεύθυνοι για να αναλάβουμε την ευθύνη της φροντίδας της έπαυλης και πως αναγκαστικά θα μας πάρει μαζί της. Υποψιάζομαι γιατί το λέει αυτό. Μάλλον θα φταίει που κάψαμε την τρίτη κουζίνα του σπιτιού προσπαθώντας να φτιάξουμε πίτα για την ημέρα του πατέρα. Όσο και να θέλω να το αποφύγω, φαίνεται πως για το υπόλοιπο καλοκαίρι θα κοιτώ τη μαμά στα γυρίσματα. Ελπίζω να επιτρέπονται τα ημερολόγια στο χώρο του γυρίσματος. Πριν συμβούν όλα αυτά βέβαια, παρακάλεσα τη μαμά να με αφήσει πίσω μόνη γιατί εγώ ήμουν αυτή που έφταιγε λιγότερο για το συμβάν με την κουζίνα. Φυσικά εκείνη ούτε που με άκουσε. Ο μπαμπάς είπε αντιθέτως πως είναι ευκαιρία να δω πως κάνει η μαμά τη δουλειά της έτσι ώστε όταν μεγαλώσω να μπορέσω να της μοιάσω! Άλλο χειρότερο δε σκέφτηκε; Τέλος πάντων, καιρός να μαζέψω τα πράγματά μου και να ετοιμαστώ για ένα ατελείωτο καλοκαίρι.

 ΤΕΛΟΣ 
Ηλέκτρα Παπαδοπούλου



Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου 2009
 
Φοβάμαι. Μόνο αυτό νιώθω αυτή τη στιγμή. Φόβος να ρέει στο σώμα μου, να κυριεύει το μυαλό μου. Τι θα μπορούσε να συμβεί τώρα; Ή να μείνω για πάντα κλεισμένη εδώ μέσα ή….. Δεν θέλω να το σκέφτομαι. Δεν έκανα τίποτα κακό ούτε σκέφτηκα ποτέ να κάνω. Απλώς, βρέθηκα το λάθος χρόνο, στο λάθος μέρος. Είδα έναν άνθρωπο να δολοφονείται μπροστά στα μάτια μου. Χωρίς να ξέρω γιατί ή ποιος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είμαι μάρτυρας. Ένα 12χρονο κορίτσι που είδε τα πρόσωπα των δολοφόνων. Πόσο άτυχη είμαι; η ζωή μου εξαρτάται από την απόφαση που θα πάρουν εκείνοι που με κλείδωσαν εδώ. Πως θα κρατήσουν το στόμα μου κλειστό; Πολύ φοβάμαι ότι ξέρω τον τρόπο. Δεν ξέρω τι θα απογίνω ή πόσο μακριά βρίσκομαι από την οικογένειά μου. Είμαι μόνη μου. Σε ένα δωμάτιο κλειδωμένη. Δεν έχω τρόπο διαφυγής ή επικοινωνίας. Το μόνο που μπορεί να διαφύγει είναι το μυαλό μου. Αυτό ταξιδεύει μακριά, σε μέρη χωρίς διαστάσεις. Σκέφτομαι τους φίλους μου, την οικογένειά μου, πόσο θα ήθελα να ήταν κοντά μου. Δεν θα χρειαζόμουν τίποτα άλλο. Μόνο αυτό. Βρίσκομαι μαζί τους έχουμε ξεφύγει από όλους και όλα.
Δεν είμαι μόνη μου!  

Μαίρη Παπαδάκη 



     

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα σχολικά χρόνια των παππούδων μας (1950-1960) Β΄ Μέρος

Τα σχολικά χρόνια των γονιών μας (1970-1980)

30 χρόνια μετά.... η συνάντηση δύο φίλων